Η αναιμία είναι μία παθολογική κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού και μπορεί να αναγνωριστεί από εργαστηριακές εξετάσεις, όπως είναι ο αιματοκρίτης, η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης στο αίμα και ο αριθμός των ερυθρών των ερυθρών ανά κυβικό χιλιοστό αίματος. Η αναιμία δεν αποτελεί στην ουσία σύμπτωμα, αλλά εργαστηριακό εύρημα. Ούτε και νόσο αποτελεί αφού είναι αποτέλεσμα διαφόρων διατροφικών ελλείψεων ή ασθενειών. Τα κύρια μη διατροφικά αίτια που συνδέονται με αναιμία είναι:
- Εγκυμοσύνη
- Θηλασμός
- Παιδιά σε ανάπτυξη
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Καρκίνος παχέως εντέρου
- Παθήσεις μυελού των οστών
- Χειρουργικές επεμβάσεις
- Χημειοθεραπεία
- Φαρμακευτική αγωγή
- Αιμορραγία
- Τραυματισμός
Η αναιμία όμως μπορεί να είναι και αποτέλεσμα διατροφικών ελλείψεων όπως μειωμένη πρόσληψη σιδήρου, βιταμίνης Β12 και φολικού ή/και μειωμένη απορρόφηση αυτών από το πεπτικό σύστημα. Χαρακτηριστικές εκδηλώσεις αναιμίας είναι η ωχρότητα του δέρματος και των επιπεφυκότων του ματιού, κνησμός, συχνές μολύνσεις, μειωμένη επούλωση, ταχυκαρδία, αίσθημα κόπωσης, αδυναμία συγκέντρωσης, δύσπνοια, κεφαλαλγία, μη ανοχή στο κρύο, γωνιακή χειλίτιδα κα.
Η αναιμία από έλλειψη σιδήρου (σιδηροπενική αναιμία) είναι η συνηθέστερη μορφή αναιμίας και ευθύνεται για το 50% των περιπτώσεων παγκοσμίως. Οι καθημερινές ανάγκες πρόσληψης σιδήρου είναι 18 mg για τις γυναίκες (27 mg σε εγκυμοσύνη) και 8 mg για τους άνδρες. Η καλύτερη στρατηγική αποφυγής της σιδηροπενικής αναιμίας είναι η επαρκής πρόσληψη σιδήρου μέσω της διατροφής ή και μέσω συμπληρωμάτων όπου κρίνεται απαραίτητο. Καλές πηγές σιδήρου είναι το συκώτι (5 mg ανά 100γρ), το μοσχάρι (3,1 mg ανά 100γρ), οι φακές (6 mg ανά φλιτζάνι), τα ρεβίθια (5 mg ανα φλιτζάνι), το σπανάκι (3,2 mg ανά φλιτζάνι), το μπρόκολο (2 mg ανά φλιτζάνι).
Η απορρόφηση του σιδήρου ρυθμίζεται στον ανθρώπινο οργανισμό από την εψιδίνη και εξαρτάται από το αν το σώμα μας χρειάζεται ή όχι σίδηρο. Ανάλογα με το αν η πηγή προέλευσης του σιδήρου είναι ζωική ή φυτική, ο σίδηρος διακρίνεται σε αιμικό σίδηρο όταν προέρχεται από ζωικά τρόφιμα, και μη αιμικό σίδηρο όταν προέρχεται από φυτικά τρόφιμα. Η κύρια διαφορά του αιμικού με το μη αιμικό σίδηρο είναι ότι η απορρόφηση του αιμικού σιδήρου επηρεάζεται λιγότερο από διαιτητικούς παράγοντες σε σχέση με το μη αιμικό σίδηρο.
Παράγοντες που αυξάνουν την απορρόφηση του σιδήρου είναι η βιταμίνη C, κιτρικό οξύ, γαλακτικό οξύ, σάκχαρα όπως η φρουκτόζη, το όξινο περιβάλλον στο στομάχι, διάφορα κυστεϊνούχα πεπτίδια που υπάρχουν στο κρέας, στο κοτόπουλο και στο ψάρι. Η απορρόφηση του σιδήρου εμποδίζεται από τις πολυφαινόλες (τσάι, καφές), το οξαλικό οξύ (σπανάκι, σέλινο, μελιτζάνες, βατόμουρα, φυστικια), το φυτικό οξύ (όσπρια, δημητριακά, ξηροί καρποί), το συντηρητικό EDTA, αλκαλικό περιβάλλον στο στομάχι, μικροθρεπτικά συστατικά όπως ψευδάργυρος, μαγγάνιο, νικέλιο και ασβέστιο. Μάλιστα, το ασβέστιο, σε αντίθεση με τους άλλους αναστολείς της απορρόφησης του σιδήρου, επηρεάζει αρνητικά τόσο τον αιμικο σίδηρο όσο και τον μη αιμικό σίδηρο.
Υπάρχουν 3 τύποι δίαιτας ως προς την απορρόφηση του σιδήρου:
- Δίαιτες χαμηλής βιοδιαθεσιμότητας σιδήρου (κάτω από 5%): Πρόκειται για δίαιτες με υψηλή συγκέντρωση αναστολέων, μικρό ποσοστό ενισχυτικών τροφών, και χαμηλή πρόληψη αιμικού σιδήρου. Παρέχουν περί 0.7 mg σιδήρου την ημέρα που είναι ανεπαρκής για τις ανάγκες της γυναίκας και των παιδιών σε ανάπτυξη.
- Δίαιτες μέτριας βιοδιαθεσιμότητας σιδήρου (10%): Πρόκειται για δίαιτες με χαμηλή πρόσληψη τροφών που ευνοούν την απορρόφηση του σιδήρου. Παρέχουν έως 1.5 mg σιδήρου την ημέρα, καλύπτοντας τις ανάγκες του 50% των γυναικών.
- Δίαιτες υψηλής βιοδιαθεσιμότητας σιδήρου (15%): Πρόκειται για δίαιτες με υψηλή συγκέντρωση σε αιμικό σίδηρο και τροφές που ενισχύουν την απορρόφησή του. Παρέχουν περί 2.1 mg σιδήρου την ημέρα, που είναι αρκετό για το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, εκτός της περιόδου της εγκυμοσύνης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η βιταμίνη C, σύμφωνα με αποτελέσματα πολλών μελετών, αυξάνει την απορρόφηση του σιδήρου με δοσοεξαρτώμενο τρόπο και υπερισχύει της ανασταλτικής δράσης του φυτικού οξέως, των πολυφαινολών και του ασβεστίου. Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνεται η βιοδιαθεσιμότητα του σιδήρου ανάλογα με το προφίλ της διατροφής που ακολουθείται.
Δίαιτα χαμηλής βιοδιαθεσιμότητας | Δίαιτα μέτριας βιοδιαθεσιμότητας | Δίαιτα υψηλής βιοδιαθεσιμότητας |
καλαμπόκι, βρώμη, ρύζι, σιτάρι με φλοιό μήλο, μπανάνα , σταφύλι , ροδάκινο, δαμάσκηνοόσπριο, αλεύρι σόγιας, μελιτζάνες, Τσάι, καφέςΤυριά, αυγά, γάλα | Λευκό αλεύρι, καλαμποκάλευροανανά, μάγκοκαρότο, πατάτα Κόκκινο κρασί | πορτοκάλι, ντομάτα, λεμόνιλάχανο, μπρόκολο, παντζάριΛευκό κρασίΚρέας, πουλερικά, ψάρι, μητρικό γάλα |
Γίνεται αντιληπτό ότι οι διαιτητικές μας συνήθειες είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την αποφυγή ή την αντιμετώπιση της σιδηροπενικής αναιμίας. Το «είμαστε ότι τρώμε» στην περίπτωση του σιδήρου φαίνεται ότι έχει σημαντική ισχύ.